- αλεξίτρομος
- ος , ον звукоизоляционный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλεξίτρομος — η, ο αυτός που εμποδίζει τη μετάδοση τών δονήσεων που προκαλούνται από τη διάβαση βαρέων οχημάτων κ.ά. («αλεξίτρομος τοίχος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * (< ἀλέξω) + τρόμος «δόνηση» (< τρέμω)] … Dictionary of Greek
αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… … Dictionary of Greek